-
1 весло
весло с το κουπί идти на вёслах πλέω με τα κουπιά* * *сτο κουπίидти́ на вёслах — πλέω με τα κουπιά
-
2 весло
веслос τό κουπί:идти́ на веслах πάω (или πλέω) μέ τά κουπιά. -
3 весло
-а, πλθ. весла, -сел, -слам ουδ.κουπί, κώπη•плыть на -ах πλέω με τα κουπιά.
-
4 плыть
плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл-ла, плылоρ.δ.1. κολυμπώ• πλέω•плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•
плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.
|| επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•
плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•
плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•
плыть на вслах πλέω με κουπιά•
плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•
плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•
плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.
2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.3. λιώνω, τήκομαι•сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.
εκφρ.плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι. -
5 плыть
плы||тьнесов1. (о человеке, животном) κολυμπώ, κολυμβῶ·2. (о неодушевленных предметах) πλέω:\плыть по течению а) πλέω μέ τό ρεῦμα, б) перен ἀκολουθῶ τό ρεῦμα· \плыть против течения а) ἀναπλέω, πλέω ἀναπόταμα, б) перен πηγαίνω ἐνάντια στά ρεύμα·3. (на судне) πλέω, πηγαίνω, ἀρμενίζω:\плыть на ло́дке πηγαίνω μέ τήν βάρκα· \плыть на веслах πηγαίνω μέ τά κουπιά· \плыть под парусами πλέω μέ τά πανιά, ἀρμενίζω·4. (парить\плыть о птице и т. ἡ.) λάμνω, ἀερολάμνω:облака \плытьву́т περνούν τά σύννεφα· ◊ все \плытьвет перед глазами (о полуобморочном состоянии) ἔχω ζαλάδα.
См. также в других словарях:
σιάρω — Ν 1. πλέω με την πρύμνη μπροστά, πλέω προς τα πίσω 2. αλλάζω την πορεία ενός πλεούμενου χρησιμοποιώντας τα κουπιά 3. (η προστ.) σία (ως ναυτικό παράγγελμα) βλ. σία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sciare] … Dictionary of Greek